- μονύελος
- ο, και μονύελο, τοτο μονόκλ, στρογγυλός φακός που προσαρμόζεται χωρίς κανένα στήριγμα στο ένα μάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. monocle (βλ. μονόκλ.). Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ιω. Καμπούρογλου].
Dictionary of Greek. 2013.